προθυμοποιῶ

προθυμοποιῶ
πρό-θυμοποιέω
hearten
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πρό-θυμοποιέω
hearten
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προθυμοποιούμαι — προθυμοποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [προθυμοποιός] νεοελλ. προσφέρομαι πρόθυμα, δείχνω προθυμία μσν. ενεργ. προθυμοποιῶ, έω ενθαρρύνω αρχ. ενθαρρύνω («πολλοὺς καὶ τῶν ἄλλων προεθυμοποιοῡντο εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας κινδύνους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”